- κυζικηνός
- -ή, -ό (AM κυζικηνός, -ή, -όν, Α και κυζικηνικός, -ή, -όν [Κυζικος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κύζικο ή εκείνος που προέρχεται από αυτήν2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυζικηνός, η Κυζικηνήο κάτοικος τής Κυζίκου ή εκείνος που κατάγεται από αυτήναρχ.φρ. α) «κυζικηνός στατήρ» ή, απλώς, «κυζικηνός» — νόμισμα τής Κυζίκου, που είχε αξία 20 δραχμών και το οποίο κατασκευαζόταν από ήλεκτροβ) «κυζικηνὸς ἔμπλαστρος» ή «κυζικηνή» — ονομασία εμπλάστρου.
Dictionary of Greek. 2013.